- φλόνος
- φλόνοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλόνος — ὁ, ΜΑ βλ. φλόμος … Dictionary of Greek
φλόνον — φλόνος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλονίτις — ίτιδος, ἡ, ΜΑ πιθ. άλλη ονομασία για τό φυτό ονωνίς ή όνοσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόνος, άλλος τ. τού φλόμος + κατάλ. ῖτις (πρβλ. μηκων ῖτις)] … Dictionary of Greek
φλόμος — ο, ΝΜΑ, και σφλόμος και φλώμος Ν, και φλῶμος Μ, και φλόνος και θηλ. φλόμος, ἡ, ΜΑ, και πλόμος Α κοινή σήμερα ονομασία ειδών φυτών τού γένους βερμπάσκο, αλλ. φλομόχορτο νεοελλ. 1. βοτ. κοινή ονομασία ειδών τού γένους φλομίς και ιδίως τού είδους… … Dictionary of Greek
bhel-3, bhlē- — bhel 3, bhlē English meaning: to grow, spread, swell Deutsche Übersetzung: “aufblasen, aufschwellen, sprudeln, strotzen” Material: O.Ind. bhüṇ ḍ a n. “pot, pan, vessel” (*bhüln da?); after Thieme (ZDMG. 92, 47 f.) here Av.… … Proto-Indo-European etymological dictionary